κονταροκτύπημα

κονταροκτύπημα
το (Μ κονταροκτύπημα)
βλ. κονταροχτύπημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονταροχτύπημα — και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) [κονταροχτυπώ] αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”